- ρανίδα
- η / ῥανίς, -ίδος, ΝΜΑσταγόνα, σταλαματιά (α. «έχυσαν και την τελευταία ρανίδα τού αίματός τους» β. «ὡς ῥανὶς δρόσου ὀρθρινὴ κατελθοῡσα ἐπὶ γῆν», ΠΔ)αρχ.1. το σπέρμα τού ανδρός2. κηλίδα, στίγμα, σημάδι («τὰ πτίλα ἔχει ῥανίδας οἱονεί κρόκῳ παρεικασμένας», Αιλ.).[ΕΤΥΜΟΛ. < θ. ῥαν- τού ραίνω* + κατάλ. -ίς, -ίδος (πρβλ. λακ-ίς, ραφ-ίς)].
Dictionary of Greek. 2013.